Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

οι προετοιμασίες

  • 1 сбор

    сбор м 1) (чего-л.) το μάζεμα 2) (собрание ) η συγκέντρωση 3) (взимание ) η είσπραξη 4) мн.: \сборы οι προετοιμασίες
    * * *
    м
    1) (чего-л.) το μάζεμα
    2) ( собрание) η συγκέντρωση
    3) ( взимание) η είσπραξη
    4) мн.

    сборыοι προετοιμασίες

    Русско-греческий словарь > сбор

  • 2 сбор

    сбор
    м
    1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):
    \сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·
    2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):
    \сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·
    3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:
    почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·
    4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·
    5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·
    6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:
    долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο.

    Русско-новогреческий словарь > сбор

  • 3 приготовление

    приготовл||ение
    с
    1. ἡ προετοιμασία, ἡ προπαρασκευή (подготовка) / τό μαγείρεμα (пищи)·
    2. \приготовлениеения мн. οἱ προετοιμασίες:
    без \приготовлениеений ἀπρόοπτα, ἀναπάντεχα, ἐξ ἀπροόπτου, αἰφνιδίως.

    Русско-новогреческий словарь > приготовление

См. также в других словарях:

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • γαμοστολώ — γαμοστολῶ ( έω) (Μ) [γαμοστόλος] κάνω προετοιμασίες για τον γάμο …   Dictionary of Greek

  • γαμοστόλος — και γαμοστόλας, ο (AM γαμοστόλος, Μ και γαμοστόλας) νεοελλ. η γαμήλια πομπή αρχ. μσν. αυτός που κάνει προετοιμασίες για τον γάμο αρχ. ο έβδομος οίκος τού ωροσκοπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάμος + στόλος < στόλος < στέλλω] …   Dictionary of Greek

  • επεξόδιος — ἐπεξόδιος, ία, ον (Α) [επέξοδος] 1. (για προετοιμασίες, θυσίες κ.λπ.) αυτός που γίνεται κατά την εκστρατεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπεξόδια θυσίες που γίνονταν πριν από την αναχώρηση τού στρατού …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατάπιασμα — το (Μ κατάπιασμα) [καταπιάνω] νεοελλ. 1. πρόχειρο ράψιμο, βελόνιασμα, τρύπωμα, μπάλωμα 2. μτφ. μνηστεία, αρραβώνας μσν. 1. εγχείρημα, πολεμικό τέχνασμα 2. πολεμικές προετοιμασίες …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»